Ο Εθνικός μας Ύμνος

Home » Ο Εθνικός μας Ύμνος

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

Το ποίημα “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” έχει 158 στροφές και 632 στίχους.
Οι 24 πρώτες στροφές του ποιήματος καθιερώθηκαν ως ο Εθνικός μας ύμνος το 1865
αλλά μόνο οι δύο πρώτες ανακρούονται σε επίσημες στιγμές.
Αυτές οι δύο πρώτες τετράστιχες στροφές αποτελούνται από 8 συνολικά στίχους.

Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν

Μονοτονικό σύστημα

(οι πρώτες στροφές του ποιήματος)

Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βιά μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι», να σου πει.

Άργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά ‘σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

Πολυτονικό σύστημα

(Όπως έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός)

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,
πού μὲ βιά μετράει τὴν γῆ.

Ἀπ’ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κ’ ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
ἔλα πάλι, νὰ σοῦ πῇ.

Ἄργιε νὰ ‘λθῃ ἐκείνη ἡ ‘μέρα,
καὶ ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τἄσκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

Ὕμνος εἰς τὴν Ελευθερίαν

Ποίημα
(Οι δύο πρώτες στροφές αποτελούν τον Εθνικό μας ύμνο)

Διονύσιος Σολωμός

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι
ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νά σου πῇ.
Ἄργειε νάλθῃ ἐκείνη ἡ μέρα,
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατί τὰ ’σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σοῦ ἕμενε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεία
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.
Καὶ ἀκαρτέρει καὶ ἀκαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι
ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,
Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω
τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;».
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
κλάψες, ἄλυσες, φωνές.
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάιματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα,
πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
Μὲ τὰ ροῦχα αἰματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή·
δὲν εἴν’ εὔκολες οἱ θύρες
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.
Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
ἀλλ’ ἀνάσασι καμμιά·
ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.
Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου
ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ,
«σύρε νὰ ‘βρῃς τὰ παιδιά σου,
σύρε», ἔλεγαν οἱ σκληροί.
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι
καὶ ὀλογλήγορο πατεῖ
ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι
ποὺ τὴ δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
Ταπεινότατή σου γέρνει
ἡ τρισάθλια κεφαλή,
σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει
κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή,
ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει
ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
ὁ οὐρανὸς ποὺ γιὰ τσ’ ἐχθροὺς
εἰς τὴ γῆ τὴ μητρική σου
ἔτρεφ’ ἄνθια καὶ καρπούς,
ἐγαλήνεψε· καὶ ἐχύθει
καταχθόνια μιὰ βοή,
καὶ τοῦ Ρήγα σοῦ ἀπεκρίθη
πολεμόκραχτη ἡ φωνή.
Ὅλοι οἱ τόποι σου σ’ ἐκράξαν
χαιρετώντας σὲ θερμά,
καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν
ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
Ἐφωνάξανε ὡς τ’ ἀστέρια
τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
κι ἐσηκώσανε τὰ χέρια
γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
μ’ ὅλον ποὺ ‘ναι ἀλυσωμένο
τὸ καθένα τεχνικά,
καὶ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
ἔχει: «Ψεύτρα Ἐλευθεριά».
Γκαρδιακὰ χαροποιήθει
καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ,
καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθει
ποὺ τὴν ἔδεναν κι αὐτή.
Ἀπ’ τὸν πύργο τοῦ φωνάζει,
σὰ νὰ λέῃ σὲ χαιρετῶ,
καὶ τὴ χήτη τοῦ τινάζει
τὸ λιοντάρι τὸ Ἰσπανό.
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
κατὰ τ’ ἄκρα τῆς Ρουσίας
τὰ μουγκρίσματα τσ’ ὀργῆς.
Εἰς τὸ κίνημα τοῦ δείχνει,
πὼς τὰ μέλη εἴν’ δυνατά·
καὶ στοῦ Αἰγαίου τὸ κύμα ρίχνει
μιὰ σπιθόβολη ματιά.
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
ποὺ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·
καὶ σ’ ἐσὲ καταγυρμένος,
γιατί πάντα σὲ μισεῖ,
ἔκρωζ’ ἔκρωζ’ ὁ σκασμένος,
νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογιέσαι
πάρεξ ποὺ θὰ πρωτοπᾷς·
δὲν μιλεῖς καὶ δὲν κουνιέσαι
στὲς βρισιὲς ὀποῦ ἀγρικᾷς·
σὰν τὸ βράχο ὀποῦ ἀφήνει
κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
εὐκολόσβηστον ἀφρό·
ὀποῦ ἀφήνει ἀνεμοζάλη
καὶ χαλάζι καὶ βροχὴ
νὰ τοῦ δέρνουν τὴ μεγάλη,
τὴν αἰώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ὦ, δυστυχιά του,
ὀποιανοὺ θέλει βρεθεῖ
στὸ μαχαίρι σου ἀποκάτου
καὶ σ’ ἐκεῖνο ἀντισταθεῖ.
Τὸ θηρίο π’ ἀνανογιέται
πὼς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
περιορίζεται, πετιέται,
αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ·
τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
κι ὅπου φθάσει, ὅπου περάσει,
φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·
Ἐρμιά, θάνατος καὶ φρίκη
ὅπου ἐπέρασες κι ἐσύ·
ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴ θήκη
πλέον ἀνδρείαν σου προξενεῖ.
Ἰδού, ἐμπρός σου ὁ τοῖχος στέκει
τῆς ἀθλίας Τριπολιτσᾶς·
τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
νὰ τῆς ρίψῃς πιθυμᾷς.
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
δείχνει πάντα ὁπὼς νικεῖ,
κι ἂς εἴν’ ἅρματα γεμάτη
καὶ πολέμιαν χλαλοή.
Σοῦ προβαίνουνε καὶ τρίζουν
γιὰ νὰ ἰδῇς πὼς εἴν’ πολλά·
δὲν ἀκοῦς ποὺ φοβερίζουν
ἄνδρες μύριοι καὶ παιδιά;
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θά σας μείνουνε ἀνοιχτά.
γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα
ποὺ θὲ νὰ ‘βρῃ ἡ συμφορά!
Κατεβαίνουνε, καὶ ἀνάφτει
τοῦ πολέμου ἀναλαμπῆ·
τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
Γιατί ἡ μάχη ἐστάθει ὀλίγη;
Λίγα τὰ αἵματα γιατί;
Τὸν ἐχθρὸ θωρῶ νὰ φύγῃ
καὶ στὸ κάστρο ν’ ἀνεβεῖ.
Μέτρα! Εἴν’ ἄπειροι οἱ φευγάτοι,
ὀποῦ φεύγοντας δειλιοῦν·
τὰ λαβώματα στὴν πλάτη
δέχοντ’, ὥστε ν’ ἀνεβοῦν.
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
τὴν ἀφεύγατη φθορά·
νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθεῖτε
στῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά!
Ἀποκρίνονται καὶ ἡ μάχη
ἔτσι ἀρχίζει, ὀποῦ μακριὰ
ἀπὸ ράχη ἐκεῖ σὲ ράχη
ἀντιβούιζε φοβερά.
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
Ἅ, τί νύκτα ἦταν ἐκείνη
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνει
πάρεξ θάνατου πικρός.
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
καὶ οἱ βροντὲς καὶ τὸ σκοτάδι
ὀποῦ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράσταιναν τὸν ᾍδη
ποὺ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·
Τ’ ἀκαρτέρειε. Ἐφαῖνον’ ἴσκιοι
ἀναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
Ὂλη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
σὰν τὸ ροῦχο ὀποῦ σκεπάζει
τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
ἐπετιοῦντο ἀπὸ τὴ γῆ,
ὅσοι εἴν’ ἄδικα σφαγμένοι
ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
ἐσκεπάζοντο ἀπ’ αὐτούς.
Θαμποφέγγει κανέν’ ἄστρο,
καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
ἀνεβαίνοντας τὸ κάστρο
μὲ νεκρώσιμη σιωπή.
Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
μὲς στὸ δάσος τὸ πυκνό,
ὅταν στέλνει μίαν ἀχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
Ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲς στ’ ἄδεια
τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
ὀποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
Μὲ τὰ μάτια τοὺς γυρεύουν
ὅπου εἴν’ αἵματα πηχτά,
καὶ μὲς στὰ αἵματα χορεύουν
μὲ βρυχίσματα βραχνά·
καὶ χορεύοντας μανίζουν
εἰς τοὺς Ἕλληνες κοντά,
καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
βαθειὰ μὲς στὰ σωθικά,
ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
ὁ χορὸς τρομακτικά,
σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
στοῦ πελάου τὴ μοναξιά.
Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου·
κάθε κτύπημα ποὺ ἐβγεῖ
εἶναι κτύπημα θανάτου
χώρις νὰ δευτερωθῇ.
Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει·
λὲς κι ἐκείθενε ἡ ψυχὴ
ἀπ’ τὸ μίσος ποὺ τὴν καίει
πολεμάει νὰ πεταχθῇ.
Τῆς καρδίας κτυπίες βροντᾶνε
μὲς στὰ στήθια τους ἀργά,
καὶ τὰ χέρια ὅπου χουμᾶνε
περισσότερο εἴν’ γοργά.
Οὐρανὸς γι’ αὐτοὺς δὲν εἶναι,
οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ·
γι’ αὐτοὺς ὅλους τὸ πᾶν εἶναι
μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
Τόση ἡ μάνητα κι ἡ ζάλη,
ποὺ στοχάζεσαι μὴ πὼς
ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ’ ἄλλη
δὲν εἴνει ἕνας ζωντανός.
Κοιτᾷ χέρια ἀπελπισμένα
πὼς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
καὶ παλάσκες καὶ σπαθία
μὲ ὀλοσκόρπιστα μυαλά,
καὶ μὲ ὀλόσχιστα κρανία,
σωθικὰ λαχταριστά.
Προσοχὴ καμιὰ δὲν κάνει
κανείς, ὄχι, εἰς τὴ σφαγή·
πᾶνε πάντα ἐμπρός. Ὦ, φθάνει,
φθάνει· ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
Ποιὸς ἀφήνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
πάρεξ ὅταν ξαπλωθεῖ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο
καὶ λὲς κι εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
Ὀλιγόστευαν οἱ σκύλοι,
καὶ «Ἀλλά», ἐφώναζαν, «Ἀλλά»,
καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
«φωτιά», ἐφώναζαν, «φωτιά».
Λιονταρόψυχα, ἐκτυπιοῦντο,
πάντα ἐφώναζαν «φωτιά»,
καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
πάντα σκούζοντας «Ἀλλά».
Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα
καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί·
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
Ἦταν τόσοι! Πλέον τὸ βόλι
εἰς τ’ αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ.
‘Ὁλοι χάμου ἐκείτοντ’ ὅλοι
εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη
καὶ κυλάει στὴ λαγκαδιά,
καὶ τὸ ἀθῶο χόρτο πίνει
αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴ δροσιά.
Τῆς αὐγῆς δροσάτο ἀέρι,
δὲν φυσὰς τώρα ἐσὺ πλιὸ
στῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι·
φῦσα, φῦσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ!
Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι·
δὲν λάμπ’ ἥλιος μοναχὰ
εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
εἰς τ’ ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά.
Εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
τώρα ἀθώα δὲν ἀντηχεῖ
τὰ λαλήματα ἡ φλογέρα,
τὰ βελάσματα τὸ ἀρνί.
Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
σὰν τὸ κύμα εἰς τὸ γιαλό,
ἀλλ’ οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
Ὦ τρακόσιοι, σηκωθεῖτε
καὶ ξανάλθετε σέ μας·
τὰ παιδιά σας θέλ’ ἰδεῖτε
πόσο μοιάζουνε μέ σας.
Ὂλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται
καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται
κι ὅλοι χάνουνται ἀπ’ ἐδῶ.
Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
πείνα καὶ θανατικό,
ποὺ μὲ σχήμα ἑνὸς σκελέθρου
περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·
καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
ἀπεθαίνανε παντοῦ
τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
Κι ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
ποὺ ὅτι θέλεις ἠμπορεῖς.
εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
ματωμένη περπατεῖς.
Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάχτυλες παρθένες
ὀποῦ κάνουνε χορό.
Στὸ χορὸ γλυκογυρίζουν
ὡραία μάτια ἐρωτικά,
καὶ εἰς τὴν αὔρα κυματίζουν
μαῦρα, ὀλόχρυσα μαλλιά.
Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει
πὼς ὁ κόρφος καθεμιᾶς
γλυκοβύζαστο ἐτοιμάζει
γάλα ἀνδρείας κι ἐλευθεριάς.
Μὲς στὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
τὸ ποτήρι δὲν βαστῶ·
φιλελεύθερα τραγούδια
σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
μέρα ποὺ ἄνθισαν οἱ λόγγοι
γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ.
Σοῦ ‘λθε ἐμπρὸς λαμποκοπώντας
ἡ Θρησκεία μ’ ἕνα σταυρό,
καὶ τὸ δάκτυλο κινώντας
ὀποῦ ἀνεῖ τὸν οὐρανό,
«σ’ αὐτό», ἐφώναξε, «τὸ χῶμα
στάσου ὀλόρθη, Ἐλευθεριά!».
Καὶ φιλώντας σου τὸ στόμα
μπαίνει μὲς στὴν ἐκκλησιά.
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
γύρω γύρω τῆς πυκνώνει
ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
Ἀγρικάει τὴν ψαλμωδία
ὀποῦ ἐδίδαξεν αὐτή·
βλέπει τὴ φωταγωγία
στοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
Ποιοὶ εἴν’ αὐτοὶ ποὺ πλησιάζουν
μὲ πολλὴ ποδοβολή,
κι άρματ’, ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες ἐσύ!
Ἅ, τὸ φῶς ποὺ σὲ στολίζει,
σὰν ἡλίου φεγγοβολῆ,
καὶ μακρίθεν σπινθηρίζει,
δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴ γῆ.
Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμός·
φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
κι ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
τρία πατήματα πατᾷς,
σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
κι εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς.
Μὲ φωνὴ ποὺ καταπείθει
προχωρώντας ὁμιλεῖς:
«Σήμερ’, ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής.
Αὐτὸς λέγει, ἀφοκρασθεῖτε
«Ἐγὼ εἴμ’ Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·
πέστε, ποὺ θ’ ἀποκρυφθεῖτε
ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
Φλόγα ἀκοίμητήν σας βρέχω,
πού, μ’ αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
κείνη ἡ κάτω ὀποῦ σας ἔχω,
σὰν δροσιὰ θέλει βρεθεῖ.
Κατατρώγει, ὠσὰν τὴ σχίζα,
τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
χῶρες, ὅρη ἀπὸ τὴ ρίζα,
ζῶα καὶ δέντρα καὶ θνητούς.
Καὶ τὸ πᾶν τὸ κατακαίει,
καὶ δὲν σώζεται πνοή,
πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποὺ πνέει
μὲς στὴ στάχτη τὴ λεπτή»».
Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσει
Τοῦ θυμοῦ Τοῦ εἴσ’ ἀδελφή;
Ποιὸς εἴν’ ἄξιος νὰ νικήσῃ
ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθῇ;
Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
ποὺ ὅλην θέλει θανατώσῃ
τὴ μισόχριστη σπορά.
Τὴν αἰσθάνονται καὶ ἀφρίζουν
τὰ νερά, καὶ τ’ ἀγρικῶ
δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν
σὰν ρυάζετο θηριό.
Κακορίζικοι, ποὺ πᾶτε
τοῦ Ἀχελώου μὲς στὴ ροῆ
καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
ἀπὸ τὴν καταδρομὴ
νὰ ἀποφύγετε; Τὸ κύμα
ἔγινε ὅλο φουσκωτό·
ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα
πρὶν νὰ εὑρεῖτε ἀφανισμό.
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
καὶ τὸ ρεῦμα γαργαρίζει
τὲς βλασφήμιες τοῦ θυμοῦ.
Σφαλερὰ τετραποδίζουν
πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
τρομασμένα χλιμιντρίζουν
καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
Ποιὸς στὸ σύντροφον ἀπλώνει
χέρι, ὠσὰν νὰ βοηθηθῇ·
ποιὸς τὴ σάρκα τοῦ δαγκώνει
ὅσο ποὺ νὰ νεκρωθῇ.
Κεφαλὲς ἀπελπισμένες,
μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
κατὰ τ’ ἄστρα σηκωμένες
γιὰ τὴν ὕστερη φορά.
Σβιέται -αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμῆ-
τὸ χλιμίντρισμα καὶ οἱ κρότοι
καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.
Ἔτσι ν’ ἄκουα νὰ βουίξῃ
τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
καὶ στὸ κύμα του νὰ πνίξῃ
κάθε σπέρμα ἀγαρηνό!
Καὶ ἐκεῖ ποὺ ‘ναι ἡ Ἁγία Σοφία
μὲς στοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
ὅλα τ’ ἄψυχα κορμιά,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
κι ἀπ’ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
ὁ ἀδελφὸς τοῦ Φεγγαριοῦ.
Κάθε πέτρα μνῆμα ἂς γένει,
κι ἡ Θρησκεία κι ἡ Ἐλευθεριὰ
μ’ ἀργὸ πάτημα ἂς πηγαίνει
μεταξύ τους καὶ ἂς μετρά.
Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει
καὶ δὲν φαίνεται, καὶ πλιὸ
καὶ χειρότερα ἀγριεύει
καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
πάντα, πάντα περισσεύει·
πολὺ φλοίσβισμα καὶ ἀφρός.
Ἅ, γιατί δὲν ἔχω τώρα
τὴ φωνὴ τοῦ Μωυσῆ;
Μεγαλόφωνα τὴν ὥρα
ὀποῦ ἐσβιοῦντο οἱ μισητοί,
τὸ Θεὸν εὐχαριστοῦσε
στοῦ πελάου τὴ λύσσα ἐμπρός,
καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
ἀναρίθμητος λαός.
Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀαρῶν,
ἡ προφήτισσα Μαρία,
μ’ ἕνα τύμπανο τερπνὸν
καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες
μὲ τσ’ ἀγκάλες ἀνοικτές,
τραγουδώντας, ἀνθοφόρες,
μὲ τὰ τύμπανα κι ἐκειές.
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι
ποὺ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
Εἰς αὐτήν, εἴν’ ξακουσμένο,
δὲν νικιέσαι ἐσὺ ποτέ·
ὅμως, ὄχι, δὲν εἴν’ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
κύματ’ ἄπειρα εἰς τὴ γῆ,
μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει,
κι εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
Μὲ βρυχίσματα σαλεύει
ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοή·
κάθε ξύλο κινδυνεύει
καὶ λιμνιώνα ἀναζητεῖ.
Φαῖνετ’ ἔπειτα ἡ γαλήνη
καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
Δὲν νικιέσαι, εἴν’ ξακουσμένο,
στὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτέ·
ὅμως ὄχι δὲν εἴν’ ξένο
καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
καὶ σὰν λόγγος στριμωχτὰ
τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
τὰ ὀλοφούσκωτα πανιά.
Σῦ τὲς δύναμές σου σπρώχνεις,
καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἴν’ πολλές,
πολεμώντας, ἄλλα διώχνεις,
ἄλλα παίρνεις, ἄλλα καῖς.
Μ’ ἐπιθυμία νὰ τηράζῃς
δυὸ μεγάλα σὲ θωρῶ,
καὶ θανάσιμον τινάζεις
ἐναντίον τοὺς κεραυνό.
Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,
καὶ σηκώνει μιὰ βροντή,
καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
μὲ αἰματόχροη βαφή.
Πνίγοντ’ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι
καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμί·
χαίρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
ποὺ σὲ πέταξαν ἐκεῖ.
Ἐκρυφόσμιγαν οἱ φίλοι
μὲ τσ’ ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη
δίνοντάς τα εἰς τὸ φιλί.
Κειες τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε
τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ,
καὶ τὸ χέρι ὀποῦ ἐφιλῆστε
πλέον, ἅ, πλέον δὲν εὐλογεῖ.
Ὂλοι κλαψτε· ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιάς·
κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος
ὠσὰν νὰ ‘τανε φονιάς!
Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόμα
π’ ὧρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ’ Ἅγιον Σῶμα·
λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ
ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει,
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ,
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ.
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴ γῆ,
καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
τὴν αἰώνιαν ἀστραπή.
Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει.
Πλὴν τί βλέπω; Σοβαρὰ
νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
μὲ τὸ δάκτυλο ἡ θεά.
Κοιτάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
τρεῖς φορὲς μ’ ἀνησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι
στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινά:
«Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι
γιὰ σας ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
Ἀπ’ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
κάθε δύναμη ἐχθρική,
ἀλλὰ ἀνίκητη μιὰ μένει
ποὺ τὲς δάφνες σας μαδεῖ.
Μία, ποὺ ὅταν ὠσὰν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι ἀπὸ τὴ νίκη,
ἄχ, τὸ νοῦ σᾶς τυραννεῖ.
Ἡ Διχόνοια ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
«πάρ’ το», λέγοντας, «καὶ σῦ».
Κειο τὸ σκῆπτρο πού σας δείχνει
ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά·
μὴν τὸ πιάστε, γιατί ρίχνει
εἱσὲ δάκρυα θλιβερά.
Ἀπὸ στόμα ὀποῦ φθονάει,
παλληκάρια, ἂς μὴν πωθεῖ,
πὼς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.
Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».
Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
ὅλο τὸ αἷμα ὀποῦ χυθεῖ
γιὰ θρησκεία καὶ γιὰ πατρίδα
ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
Στὸ αἷμα αὐτό, ποὺ δὲν πονεῖτε
γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
σᾶς ὁρκίζω, ἀγκαλισθεῖτε
σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
Πόσο λείπει, στοχασθεῖτε,
πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ·
πάντα ἡ νίκη, ἂν ἐνωθῇτε,
πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθεῖ.
Ὦ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία,
καταστῆστε ἕνα Σταυρὸ
καὶ φωνάξετε μὲ μία:
«Βασιλεῖς, κοιτάξτ’ ἐδῶ!
Τὸ σημεῖον ποὺ προσκυνᾶτε
εἶναι τοῦτο, καὶ γι’ αὐτὸ
ματωμένους μας κοιτᾶτε
στὸν ἀγῶνα τὸ σκληρό.
Ἀκατάπαυστα τὸ βρίζουν
τὰ σκυλιὰ καὶ τὸ πατοῦν
καὶ τὰ τέκνα τοῦ ἀφανίζουν,
καὶ τὴν πίστι ἀναγελοῦν.
Ἐξ αἰτίας τοῦ ἐσπάρθη, ἐχάθη
αἷμα ἀθῶο χριστιανικό,
ποὺ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
τῆς νυκτός: Νὰ ἐκδικηθῶ.
Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες
καὶ δὲν ἔπαυσε στιγμή.
Δὲν ἀκοῦτε; Εἰς κάθε μέρος
σὰν τοῦ Ἄβελ καταβοᾷ·
δὲν εἴν’ φύσημα τοῦ ἀέρος
ποὺ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
Τί θὰ κάμετε; Θ’ ἀφῆστε
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐμεῖς
λευθεριάν, ἢ θὰ τὴν λύστε
ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;
Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε
ἰδοὺ ἐμπρός σας τὸν Σταυρό:
Βασιλεῖς, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
καὶ κτυπήσετε κι ἐδῶ!»

Το ποίημα

” Ύμνος εις την Ελευθερίαν “

με 158 στροφές και 632 στίχους

1.

Σε γνωρίζω από την κόψη

Του σπαθιού την τρομερή,

Σε γνωρίζω από την όψη

Που με βία μετρά τη γη.

2.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

Των Ελλήνων τα ιερά,

Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

3.

Εκεί μέσα εκατοικούσες

Πικραμένη, εντροπαλή,

Κι ένα στόμα ακαρτερούσες,

Έλα πάλι, να σου πη.

4.

Aργειε νάλθη εκείνη η μέρα,

Και ήταν όλα σιωπηλά,

Γιατί τάσκιαζε η φοβέρα

Και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5.

Δυστυχής! Παρηγορία

Μόνη σου έμενε να λες

Περασμένα μεγαλεία

Και διηγώντας τα να κλαις.

6.

Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει

Φιλελεύθερη λαλιά,

Ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι

Από την απελπισιά.

7.

Κι’ έλεες: πότε, α! πότε βγάνω

Το κεφάλι από τς ερμιές;

Κι αποκρίνοντο από πάνω

Κλάψες, άλυσες, φωνές.

8.

Τότε εσήκωνες το βλέμμα

Μες στα κλάιματα θολό,

Και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,

Πλήθος αίμα Ελληνικό.

9.

Με τα ρούχα αιματωμένα

Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά

Να γυρεύης εις τα ξένα

Aλλα χέρια δυνατά.

10.

Μοναχή το δρόμο επήρες,

Εξανάλθες μοναχή

Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,

Εάν η χρεία τες κουρταλή.

11.

Aλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,

Αλλ’ ανάσασιν καμιά

Aλλος σου έταξε βοήθεια

Και σε γέλασε φρικτά.

12.

Aλλοι, οϊμέ! στη συμφορά σου

Οπού εχαίροντο πολύ,

Σύρε νάβρης τα παιδιά σου,

Σύρε ελέγαν οι σκληροί.

13.

Φεύγει οπίσω το ποδάρι

Και ολοκλήγορο πατεί

Ή την πέτρα ή το χορτάρι

Που τη δόξα σου ενθυμεί.

14.

Ταπεινότατη σου γέρνει

Η τρισάθλια κεφαλή,

Σαν πτωχού που θυροδέρνει

Κι’ είναι βάρος του η ζωή.

15.

Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει

Κάθε τέκνο σου με ορμή,

Που ακατάπαυστα γυρεύει

Ή τη νίκη ή τη θανή.

16.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

Των Ελλήνων τα ιερά,

Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

17.

Μόλις είδε την ορμή σου

Ο ουρανός, που για τς εχθρούς

Εις τη γη τη μητρική σου

Έτρεφ’ άνθια και καρπούς.

18.

Εγαλήνευσε και εχύθη

Καταχθόνια μία βοή,

Και του Ρήγα σου απεκρίθη

Πολεμόκραχτη η φωνή.

19.

Όλοι οι τόποι σου σ’εκράξαν

Χαιρετώντας σε θερμά,

Και τα στόματα εφωνάξαν

Όσα αισθάνετο η καρδιά.

20.

Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια

Του Ιονίου και τα νησιά,

Και εσηκώσανε τα χέρια

Για να δείξουνε χαρά.

21.

Μ’ όλον πούναι αλυσωμένο

Το καθένα τεχνικά,

Και εις το μέτωπο γραμμένο

Έχει: Ψεύτρα Ελευθεριά.

22.

Γκαρδιακά χαροποιήθη

Και του Βάσιγκτον η γη,

Και τα σίδερα ενθυμήθη

Που την έδεναν και αυτή.

23.

Απ’ τον πύργο του φωνάζει,

Σα να λέη σε χαιρετώ,

Και τη χήτη του τινάζει

Το Λεοντάρι το Ισπανό.

24.

Ελαφιάσθη της Αγγλίας

Το θηρίο, και σέρνει ευθύς

Κατά τ’άκρα της Ρουσίας

Τα μουγκρίσματα της οργής.

25.

Εις το κίνημά του δείχνει

Πως τα μέλη είν’ δυνατά

Και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει

Μια σπιθόβολη ματιά.

26.

Σε ξανοίγει από τα νέφη

Και το μάτι του Αετού,

Που φτερά και νύχια θρέφει

Με τα σπλάχνα του Ιταλού.

27.

Και σ’ εσέ καταγυρμένος,

Γιατί πάντα σε μισεί,

Έκρωζ’ έκρωζε ο σκασμένος,

Να σε βλάψη, αν ημπορή.

28.

Aλλο εσύ δεν συλλογιέσαι

Πάρεξ που θα πρωτοπάς

Δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι

Στες βρισιές οπού αγρικάς.

29.

Σαν τον βράχον οπού αφήνει

Κάθε ακάθαρτο νερό

Εις τα πόδια του να χύνη

Ευκολόσβηστον αφρό.

30.

Οπού αφήνει ανεμοζάλη

Και χαλάζι και βροχή

Να του δέρνουν τη μεγάλη,

Την αιώνιαν κορυφή.

31.

Δυστυχιά του, ω δυστυχιά του,

Οποιανού θέλει βρεθή

Στο μαχαίρι σου αποκάτου

Και σ’ εκείνο αντισταθή.

32.

Το θηρίο π’ ανανογιέται,

Πως του λείπουν τα μικρά,

Περιορίζεται, πετιέται,

Αίμα ανθρώπινο διψά.

33.

Τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,

Τα λαγκάδια, τα βουνά,

Κι όπου φθάση, όπου περάση,

Φρίκη, θάνατος, ερμιά.

34.

Ερμιά, θάνατος και φρίκη

Όπου επέρασες κι εσύ

Ξίφος έξω από τη θήκη

Πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

35.

Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει

Της αθλίας Τριπολιτσάς

Τώρα τρόμου αστροπελέκι

Να της ρίψης πιθυμάς.

36.

Μεγαλόψυχο το μάτι

Δείχνει, πάντα οπώς νικεί,

Και ας είν’ άρματα γεμάτη

Και πολέμιαν χλαλοή.

37.

Σου προβαίνουνε και τρίζουν

Για να ιδής πως είν’ πολλά

Δεν ακούς που φοβερίζουν

Aνδρες μύριοι και παιδιά;

38.

Λίγα μάτια, λίγα στόματα

Θα σας μείνουνε ανοιχτά

Για να κλαύσετε τα σώματα

Που θε νάβρη η συμφορά.

39.

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει

Του πολέμου αναλαμπή.

Το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,

Λάμπει, κόφτει το σπαθί.

40.

Γιατί η μάχη εστάθη ολίγη;

Λίγα τα αίματα γιατί;

Τον εχθρό θωρώ να φύγη

Και στο κάστρο ν’ ανεβή.

41.

Μέτρα… είν’ άπειροι οι φευγάτοι,

Οπού φεύγοντας δειλιούν

Τα λαβώματα στην πλάτη

Δέχοντ’, ώστε ν’ ανεβούν.

42.

Εκεί μέσα ακαρτερείτε

Την αφεύγατη φθορά

Να, σας φθάνει, αποκριθήτε

Στις νυκτός τη σκοτεινιά.

43.

Αποκρίνονται, και η μάχη

Έτσι αρχίζει, οπού μακριά

Από ράχη εκεί σε ράχη

Αντιβούιζε φοβερά.

44.

Ακούω κούφια τα τουφέκια,

Ακούω σμίξιμο σπαθιών,

Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,

Ακούω τρίξιμο δοντιών.

45.

Α! Τι νύκτα ήταν εκείνη

Που την τρέμει ο λογισμός;

Aλλος ύπνος δεν εγίνη

Πάρεξ θάνατου πικρός.

46.

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,

Οι κραυγές, η ταραχή,

Ο σκληρόψυχος ο τρόπος

Του πολέμου, και οι καπνοί.

47.

Και οι βροντές, και το σκοτάδι,

Οπού αντίσκοφτε η φωτιά,

Επαράσταιναν τον άδη

Που ακαρτέρειε τα σκυλιά.

48.

Τ’ ακαρτέρειε. – Εφαίνοντ’ ίσκιοι

Αναρίθμητοι γυμνοί,

Κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,

Βρέφη ακόμη εις το βυζί.

49.

Όλη μαύρη μυρμηγικάζει,

Μαύρη η εντάφια συντροφιά,

Σαν το ρούχο οπού σκεπάζει

Τα κρεβάτια τα στερνά.

50.

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι

Επετιούντο από τη γη,

Όσοι είν’ άδικα σφαγμένοι

Από τούρκικην οργή.

51.

Τόσα πέφτουνε τα θέρι-

σμένα αστάχια εις τους αγρούς

Σχεδόν όλα εκειά τα μέρη

Εσκεπάζοντο απ’ αυτούς.

52.

Θαμποφέγει κανέν’ άστρο,

Και αναδεύοντο μαζί,

Αναβαίνοντας το κάστρο

Με νεκρώσιμη σιωπή.

53.

Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,

Μες στο δάσος το πυκνό,

Όταν στέλνη μίαν αχνάδα

Μισοφέγγαρο χλωμό.

54.

Εάν οι άνεμοι μες στ’ άδεια

Τα κλαδιά μουγκοφυσούν,

Σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,

Οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

55.

Με τα μάτια τους γυρεύουν

Όπου είν’ αίματα πηχτά,

Και μες στ’ αίματα χορεύουν

Με βρυχίσματα βραχνά,

56.

Και χορεύοντας μανίζουν

Εις τους Έλληνας κοντά,

Και τα στήθια τους εγγίζουν

Με τα χέρια τα ψυχρά.

57.

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει

Βαθιά μες στα σωθικά,

Όθεν όλη η λύπη βγαίνει,

Και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

58.

Τότε αυξαίνει του πολέμου

Ο χορός τρομακτικά,

Σαν το σκόρπισμα του ανέμου

Στου πελάου τη μοναξιά.

59.

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου

Κάθε κτύπημα που εβγή

Είναι κτύπημα θανάτου,

Χωρίς να δευτερωθή.

60.

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει

Λες και εκείθεν η ψυχή

Απ’ το μίσος που την καίει

Πολεμάει να πεταχθή.

61.

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε

Μες στα στήθια τους αργά,

Και τα χέρια οπού χουμάνε

Περισσότερο είν’ γοργά.

62.

Ουρανός γι’αυτούς δεν είναι,

Ουδέ πέλαγο, ουδέ γη

Γι’ αυτούς όλους το παν είναι

Μαζωμένο αντάμα εκεί.

63.

Τόση η μάνητα και η ζάλη,

Που στοχάζεσαι, μη πως

Από μία μεριά και απ’ άλλη

Δεν μείνη ένας ζωντανός.

64.

Κοίτα χέρια απελπισμένα

Πώς θερίζουνε ζωές!

Χάμου πέφτουνε κομμένα

Χέρια, πόδια, κεφαλές,

65.

Και παλάσκες και σπαθία

Με ολοσκόρπιστα μυαλά,

Και με ολόσχιστα κρανία

Σωθικά λαχταριστά.

66.

Προσοχή καμία δεν κάνει

Κανείς, όχι εις τη σφαγή

Πάνε πάντα εμπρός. Ω! Φθάνει,

Φθάνει, έως πότε οι σκοτωμοί;

67.

Ποίος αφήνει εκεί τον τόπο,

Πάρεξ όταν ξαπλωθή;

Δεν αισθάνονται τον κόπο

Και λες κι’ είναι εις την αρχή.

68. Ολιγόστευαν οι σκύλοι,

Και Αλλά εφώναζαν, Αλλά

Και των Χριστιανών τα χείλη

Φωτιά εφώναζαν, φωτιά.

69.

Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,

Πάντα εφώναζαν φωτιά,

Και οι μιαροί κατασκορπιούντο,

Πάντα σκούζοντας Αλλά.

70.

Παντού φόβος και τρομάρα

Και φωνές και στεναγμοί

Παντού κλάψα, παντού αντάρα,

Και παντού ξεψυχισμοί.

71.

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι

Εις τ’ αυτιά δεν του λαλεί.

Όλοι χάμου εκτίτοντ’ όλοι

Εις την τέταρτη αυγή.

72.

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη

Και κυλάει στη λαγκαδιά,

Και το αθώο χόρτο πίνει

Αίμα αντίς για τη δροσιά.

73.

Της αυγής δροσάτι αέρι,

Δεν φυσάς τώρα εσύ πλιό

Στων ψευδόπιστων το αστέρι

Φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.

74.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη

Των Ελλήνων τα ιερά,

Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

75.

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι

Δεν λάμπ’ ήλιος μοναχά

Εις τους πλάτανους, δεν λάμπει

Εις τ’ αμπέλια, εις τα νερά.

76.

Εις τον ήσυχον αιθέρα

Τώρα αθώα δεν αντηχεί

Τα λαλήματα η φλογέρα,

Τα βελάσματα το αρνί.

77.

Τρέχουν άρματα χιλιάδες

Σαν το κύμα εις το γιαλό

Αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες

Δεν ψηφούν τον αριθμό.

78.

Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε

Και ξανάλθετε σ’ εμάς

Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε

Πόσο μοιάζουνε με σας.

79.

Όλοι εκείνοι τα φοβούνται

Και με πάτημα τυφλό

Εις την Κόρινθο αποκλειούνται

Κι’ όλοι χάνουνται απ’ εδώ.

80.

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου

Πείναν και Θανατικό

Που με σχήμα ενός σκελέθρου

Περπατούν αντάμα οι δύο.

81.

Και πεσμένα εις τα χορτάρια

Απεθαίνανε παντού

Τα θλιμμένα απομεινάρια

Της φυγής και του χαμού.

82.

Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,

Που ό,τι θέλεις ημπορείς,

Εις τον κάμπο, Ελευθερία,

Ματωμένη περπατείς.

83.

Στη σκιά χεροπιασμένες,

Στη σκιά βλέπω κι’ εγώ

Κρινοδάκτυλες παρθένες

Οπού κάνουνε χορό.

84.

Στο χορό γλυκογυρίζουν

Ωραία μάτια ερωτικά,

Και εις την αύρα κυματίζουν

Μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

85.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει

Πώς ο κόρφος καθεμιάς

Γλυκοβύζαστο ετοιμάζει

Γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.

86.

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,

Το ποτήρι δεν βαστώ

Φιλελεύθερα τραγούδια

Σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

87.

Απ’τα κόκαλα βγαλμένη

Των Ελλήνων τα ιερά,

Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

88.

Πήγες εις το Μεσολόγγι

Την ημέρα του Χριστού,

Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι

Για το τέκνο του Θεού.

89.

Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας

Η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,

Και το δάκτυλο κινώντας

Οπού ανεί τον ουρανό.

90.

Σ’αυτό, εφώναξε, το χώμα

Στάσου ολόρθη, Ελευθεριά

Και φιλώντας σου στο στόμα

Μπαίνει μες στην εκκλησιά.

91.

Εις την τράπεζα σιμώνει

Και το σύγνεφο το αχνό

Γύρω γύρω της πυκνώνει

Που σκορπάει το θυμιατό.

92.

Αγρικάει την ψαλμωδία

Οπού εδίδαξεν αυτή

Βλέπει τη φωταγωγία

Στους Αγίους εμπρό χυτή.

93.

Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν

Με πολλή ποδοβολή,

Κι’ άρματ’, άρματα ταράζουν;

Επετάχτηκες εσύ.

94.

Α! Το φως που σε στολίζει,

Σαν ηλίου φεγγοβολή,

Και μακρόθεν σπινθηρίζει,

Δεν είναι, όχι, από τη γη.

95.

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη

Χείλος, μέτωπο, οφθαλμός

Φως το χέρι, φως το πόδι

Κι’ όλα γύρω σου είναι φως.

96.

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,

Τρία πατήματα πατάς,

Σαν τον πύργο μεγαλώνεις,

Και εις το τέταρτο κτυπάς.

97.

Με φωνή που καταπείθει

Προχωρώντας ομιλείς

«Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη

Ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

98.

Αυτός λέγει… Αφοκρασθήτε:

Εγώ είμ’ Aλφα, Ωμέγα εγώ

Πέστε, που θ’ αποκρυφθήτε

Εσείς όλοι, αν οργισθώ;

99.

Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,

Που μ’ αυτήν αν συγκριθή

Κείνη η κάτω οπού σας έχω

Σαν δροσιά θέλει βρεθή.

100.

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,

Τόπους άμετρα υψηλούς,

Χώρες, όρη από τη ρίζα,

Ζώα και δένδρα και θνητούς.

101.

Και το πάν το κατακαίει,

Και δεν σώζεται πνοή,

Πάρεξ του άνεμου που πνέει

Μες στη στάχτη τη λεπτή.

102.

Κάποιος ήθελε ερωτήσει:

Του θυμού του είσαι αδελφή;

Ποιός είν’ άξιος να νικήση,

Ή με σε να μετρηθή;

103.

Η γη αισθάνεται την τόση

Του χεριού σου ανδραγαθιά,

Που όλην θέλει θανατώσει

Τη μισόχριστη σπορά.

104.

Την αισθάνονται, και αφρίζουν

Τα νερά, και τ’ αγρικώ

Δυνατά να μουρμουρίζουν

Σαν να ρυάζετο θηριό.

105.

Κακορίζικοι, που πάτε

Του Αχελώου μες στη ροή,

Και πιδέξια πολεμάτε

Από την καταδρομή.

106.

Να αποφύγετε! Το κύμα

Έγινε όλο φουσκωτό

Εκεί ευρήκατε το μνήμα

Πριν να ευρήτε αφανισμό.

107.

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει

Κάθε λαρυγγας εχθρού,

Και το ρεύμα γαργαρίζει

Τες βασφήμιες του θυμού.

108.

Σφαλερά τετραποδίζουν

Πλήθος άλογα, και ορθά

Τρομασμένα χλιμιτρίζουν

Και πατούν εις τα κορμιά.

109.

Ποίος στον σύντροφον απλώνει

Χέρι, ωσάν να βοηθηθή

Ποίος τη σάρκα του δαγκώνει

Όσο οπού να νεκρωθή.

110.

Κεφαλές απελπισμένες,

Με τα μάτια πεταχτά,

Κατά τ’άστρα σηκωμένες

Για την ύστερη φορά.

111.

Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη

Του Αχελώου νεροσυρμή-

Το χλιμίτρισμα, και οι κρότοι,

Και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

112.

Έτσι ν’ άκουα να βουίξη

Τον βαθύν Ωκεανό,

Και στο κύμα του να πνίξη

Κάθε σπέρμα Αγαρηνό.

113.

Και εκεί πούναι η Αγία Σοφία,

Μες στους λόφους τους επτά,

Όλα τ’άψυχα κορμία

Βραχοσύντριφτα, γυμνά.

114.

Σωριασμένα να τα σπρώξη

Η κατάρα του Θεού,

Κι απ’ εκεί να τα μαζώξη

Ο αδελφός του Φεγγαριού.

115.

Κάθε πέτρα μνήμα ας γένη,

Και η θρησκεία κι’ η Ελευθεριά

Μ’ αργοπάτημα ας πηγαίνη

Μεταξύ τους, και ας μετρά.

116.

Ένα λείψανο ανεβαίνει

Τεντωτό, πιστομητό,

Κι’ άλλο ξάφνου κατεβαίνει

Και δεν φαίνεται και πλιό.

117.

Και χειρότερα αγριεύει

Και φουσκώνει ο ποταμός

Πάντα πάντα περισσεύει

Πολυφλοίσβισμα και αφρός.

118. Α! Γιατί δεν έχω τώρα

Τη φωνή του Μωυσή;

Μεγαλόφωνα, την ώρα

Οπού εσβηούντο οι μισητοί.

119.

Τον Θεόν ευχαριστούσε

Στου πελάου τη λύσσα εμπρός,

Και τα λόγια ηχολογούσε

Αναρίθμητος λαός.

120.

Ακλουθάει την αρμονία

Η αδελφή του Ααρών,

Η προφήτισσα Μαρία,

Μ’ ένα τύμπανο τερπνόν.

121.

Και πηδούν όλες οι κόρες

Με τις αγάλες ανοικτές,

Τραγουδώντας, ανθοφόρες,

Με τα τύμπανα τερπνόν.

122.

Σε γνωρίζω από την κόψη

Του σπαθιού την τρομερή,

Σε γνωρίζω από την όψη

Που με βία μετράει τη γη.

123.

Εις αυτήν, είν’ ξανουσμένο,

Δεν νικιέσαι εσύ ποτέ

Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο

Και το πέλαγο για σε.

124.

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει

Κύματ’ άπειρα εις τη γη,

Με τα οποία την περιζώνει,

Κι’ είναι εικόνα σου λαμπρή.

125.

Με βρυχίσματα σαλεύει

Που τρομάζει η ακοή

Κάθε ξύλο κινδυνεύει

Και λιμιώνα αναζητεί.

126.

Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη

Και το λάμψιμο του ηλιού,

Και τα χρώματα αναδίνει

Του γλαυκότατου ουρανού.

127.

Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο,

Στην ξηρά εσύ ποτέ

Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο

Και το πέλαγο για σε.

128.

Περνούν άπειρα τα ξάρτια,

Και σαν λόγγος στριμωχτά

Τα τρεχούμενα κατάρτια,

Τα ολοφούσκωτα πανιά.

129.

Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,

Και αγκαλά δεν είν’ πολλές,

Πολεμώντας, αλλά διώχνεις,

Aλλα παίρνεις, αλλά καις.

130.

Με επιθύμια να τηράζης

Δύο μεγάλα σε θωρώ,

Και θανάσιμον τινάζεις

Εναντίον τους κεραυνό.

131.

Πιάνει, αυξάνει, κοκκινίζει,

Και σηκώνει μια βροντή,

Και το πέλαο χρωματίζει

Με αιματόχροη βαφή.

132.

Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι

Και δεν μνέσκει ένα κορμί

Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,

Που σ’ επέταξαν εκεί.

133.

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι

Με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή,

Και τους έτρεμαν τα χείλη

Δίνοντάς τα εις το φιλί.

134.

Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε

Τώρα πλέον δεν τες πατεί,

Και το χέρι οπού εφιλήστε

Πλέον, α! Πλέον δεν ευλογεί.

135.

Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος

Ο αρχηγός της Εκκλησιάς

Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος

Ωσάν νάτανε φονιάς.

136.

Έχει ολάνοικτο το στόμα

Π’ ώρες πρώτα είχε γευθή

Τ’ Aγιον Αίμα, τ’ Aγιον Σώμα

Λες πως θε να ξαναβγή.

137.

Η κατάρα που είχε αφήσει

Λίγο πριν να αδικηθή

Εις οποίον δεν πολεμήση

Και ημπορεί να πολεμή.

138.

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει

Εις το πέλαγο, εις τη γη,

Και μουγκρίζοντας ανάβει

Την αιώνιαν αστραπή.

139.

Η καρδιά συχνοσπαράζει…

Πλην τι βλέπω; σοβαρά

Να σωπάσω με προστάζει

Με το δάκτυλο η θεά.

140.

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη

Τρεις φορές μ’ανησυχιά

Προσηλώνεται κατόπι

Στην Ελλάδα, και αρχινά:

141.

Παλληκάρια μου! Οι πολέμιοι

Για σας όλοι είναι χαρά,

αι το γόνα σας δεν τρέμει

Στους κινδύνους εμπροστά..

142.

Απ’ εσάς απομακραίνει

Κάθε δύναμη εχθρική

Αλλά ανίκητη μια μένει

Που τες δάφνες σας μαδεί.

143.

Μία, που όταν ωσάν λύκοι

Ξαναρχόστενε ζεστοί,

Κουραμένοι από τη νίκη,

Αχ! Τον νουν σας τυραννεί.

144.

Η Διχόνοια που βαστάει

Ενα σκήπτρο η δολερή

Καθενός χαμογελάει,

Πάρ’ το, λέγοντας, και συ.

145.

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει

Έχει αλήθεια ωραία θωριά

Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει

Εισέ δάκρυα θλιβερά.

146.

Από στόμα οπού φθονάει,

Παλληκάρια, ας μην ‘πωθή,

Πως το χέρι σας κτυπάει

Του αδελφού την κεφαλή.

147.

Μην ειπούν στο στοχασμό τους

Τα ξένα έθνη αληθινά:

Εάν μισούνται ανάμεσό τους

Δεν τους πρέπει ελευθεριά.

148.

Τέτοια αφήστενε φροντίδα

Όλο το αίμα οπού χυθή

Για θρησκεία και για πατρίδα

Όμοιαν έχει την τιμή.

149.

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε

Για πατρίδα, για θρησκειά,

Σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε

Σαν αδέλφια γκαρδιακά..

150.

Πόσον λείπει, στοχασθήτε,

Πόσο ακόμη να παρθή

Πάντα η νίκη, αν ενωθήτε,

Πάντα εσάς θ’ ακολουθή.

151.

Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!…

Καταστήστε ένα σταυρό,

Και φωνάξετε με μία:

Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ.

152.

Το σημείον που προσκυνάτε

Είναι τούτο, και γι’αυτό

Ματωμένους μας κοιτάτε

Στον αγώνα το σκληρό.

153.

Ακατάπαυστα το βρίζουν

Τα σκυλιά και το πατούν

Και τα τέκνα του αφανίζουν

Και την πίστη αναγελούν.

154.

Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη

Αίμα αθώο χριστιανικό,

Που φωνάζει από τα βάθη

Της νυκτός: Να’ κδικηθώ.

155.

Δεν ακούτε, εσείς εικόνες

Του Θεού, τέτοια φωνή;

Τώρα επέρασαν αιώνες

Και δεν έπαυσε στιγμή.

156.

Δεν ακούτε; εις κάθε μέρος

Σαν του Αβέλ καταβοά

Δεν είν’ φύσημα του αέρος

Που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

157.

Τι θα κάμετε; θ’ αφήστε

Να αποκτήσωμεν εμείς

Λευθερίαν, ή θα την λύστε

Εξ αιτίας Πολιτικής;

158.

Τούτο ανίσως μελετάτε,

Ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό

Βασιλείς! Ελάτε, ελάτε, Και

κτυπήσετε κι’ εδώ.